ψευδομαρτυρώ — ψευδομαρτυρῶ, έω, ΝΜΑ, και ψευτομαρτυρώ, άω Ν [ψευδομάρτυς, υρος] δίνω ψεύτικη μαρτυρία, καταθέτω ψέματα ως μάρτυρας … Dictionary of Greek
συμψευδομαρτυρώ — έω, Μ [ψευδομαρτυρῶ] ψευδομαρτυρώ μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek
ψευδομαρτυρία — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψευτομαρτυριά Ν [ψευδομαρτυρῶ] 1. (νομ.) η εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων ως αληθών ή η παρασιώπηση και ελλιπής κατάθεση τής αλήθειας από μάρτυρα (α. «θα διωχθεί για ψευδομαρτυρία» β. «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται… … Dictionary of Greek
ψευδομαρτύρημα — τὸ, Μ [ψευδομαρτυρώ] ψευδής μαρτυρία, ψευδής κατάθεση … Dictionary of Greek
ψευτομαρτυρώ — άω, Ν [ψευτομάρτυρας] ψευδομαρτυρώ … Dictionary of Greek
ψευτομαρτυρώ — βλ. ψευδομαρτυρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)